Αρχιλοχος

Ἀσπίδι µὲν Σαΐων τις ἀγάλλεται....ατν δ'κ µ'σωσα·τί µοι µέλει ἀσπὶς ἐκείνη; Ἐρρέτω· ἐξαῦτις κτήσοµαι οὐ κακίω---Μεταφραση:Οσο για την ασπιδα,καποιος Σαιος θα την απολαμβανει....αφου εσωσα τον εαυτο μου,με την ασπιδα θα ασχολουμαι?Παιρνω αργοτερα μιαν ιδια και καλυτερη

Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

Είναι τελικά επικίνδυνη η Χρυσή Αυγή;


To απόγευμα της 6ης Μαϊου ήταν ένα περίεργο απόγευμα για όλους όσοι ασχολούνται, στενότερα ή ευρύτερα , με την πολιτική. Ήταν η μέρα που ένα νεοναζιστικό κόμμα εξέφρασε το 7% των πολιτών που προσήλθαν να ψηφίσουν σε μια από τις σημαντικότερες εκλογικές αναμετρήσεις της ιστορίας της χώρας μας. Αναμφισβήτητα προβληματίστηκα, αναμφισβήτητα απογοητεύτηκα, αναμφισβήτητα φοβήθηκα, αλλά όλα αυτά εντέλει κατάλαβα ότι ήταν παροδικά συναισθήματα. Για την ακρίβεια, τα ξεπέρασα μόλις την αμέσως επόμενη βδομάδα είδα την παρουσιάστρια και τους θαμώνες μιας –βαθύτατα σεβαστής κατά τα άλλα- μεσημεριανής εκπομπής (με ιδιαίτερη επιτυχία στις μικροαστικές τάξεις), τρομοκρατημένους για την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή. Εκεί ήταν που κάθε φόβος μου για το συγκεκριμένο θέμα εξανεμίστηκε και με έκανε να αναθεωρήσω τη σκέψη μου. Για ποιο λόγο;
            Ένα νεοναζιστικό/φασιστικό κόμμα αναγκαστικά πρέπει να στηρίζεται σε φοβισμένους μικροαστούς στους οποίους προσφέρει μια στέγη ασφάλειας απέναντι στους μετανάστες, την ανεργία, την εγκληματικότητα. Εκεί αναμφισβήτητα στηρίχτηκε και η Χρυσή Αυγή για να πάρει το ποσοστό που πήρε. Για να γίνει όμως πλειοψηφικό ρεύμα αυτό το κόμμα, δεν μπορεί να αποτελεί και το ίδιο μέρος των φοβιών της τάξης στην οποία απευθύνεται. Οι περισσότερες ψήφοι προς την Χρυσή Αυγή ήταν ψήφοι διαμαρτυρίας και άγνοιας γι’ αυτό και δεν είναι επικίνδυνες. Θεωρώ ότι η επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση θα είναι η τελευταία η οποία θα δώσει έδρανα στην Βουλή για την Χρυσή Αυγή και μάλιστα πιστεύω ότι θα το κάνει με μικρότερα ποσοστά. Αυτό θα συμβεί γιατί είτε θα αναγκαστεί με τον καιρό να δείξει το πραγματικό της πρόσωπο και επομένως θα απομακρύνει πολλούς ψηφοφόρους, είτε γιατί (με την παρουσία της στην Βουλή), θα στρογγυλέψει τις γωνίες και θα σταματήσει να θεωρείται κόμμα “εκτός συστήματος” αλλά θα τσουβαλιαστεί μαζί με όλους τους υπολοίπους.
            Ο εκφασισμός, λοιπόν, της κοινωνίας δεν πρόκειται να έρθει με κοντοκουρεμένους μπρατσαράδες που έχουν στρατιωτική δομή στην οργάνωση του κόμματός τους. Γιατί; γιατί πολύ απλά είναι διαφορετικοί από εκείνους που θέλουν να εκπροσωπήσουν. Ο μέσος πολίτης της σημερινής ελληνικής επικράτειας δεν επιθυμεί τη βία γιατί έτσι έμαθε στο σχολείο ή γιατί πολύ απλά δεν την έχει γνωρίσει στην ζωή του. Τα τελευταία εξήντα χρόνια, έμαθε να ζει σε ένα περιβάλλον τέτοιο που να τον κάνει να μην μπορεί να παρακολουθήσει βία ούτε καν στον κινηματογράφο. Η βία, λοιπόν, που συνυποδηλώνεται με τα μπράτσα και τα στρατιωτικά παραγγέλματα, είναι κάτι νέο γι’αυτόν, κάτι καινούργιο που του προκαλεί δυσφορία, που τελικά απειλεί την ασφάλειά του. Και εδώ υπάρχει αυτή η εκπληκτική αμφισημία! Το κεντρικότερο “εκλογικό” όπλο της Χρυσής Αυγής, δηλαδή η λεγόμενη “τάξη και ασφάλεια”, θα είναι αυτό που θα στραφεί προς την ίδια και-βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα- θα την αυτοκαταστρέψει.
            Ο αμυντικός μηχανισμός του δημοκρατικού δυτικού κόσμου, κατάφερε να πολεμήσει με ιδιαίτερα επιτυχία τον ιό που πήγε να τον βλάψει στο παρελθόν, τον φασιστικό/ναζιστικό/ολοκληρωτικό ιό. Ωστόσο, όπως ακριβώς και ο ανθρώπινος οργανισμός, έτσι και ο δυτικός μηχανισμός μπορεί να μας εξασφαλίσει θεραπεία από τον ιό με την μορφή που επιτέθηκε στο παρελθόν, αλλά όχι από τις μεταλλάξεις του.i r
Έτσι, είμαι σχεδόν βέβαιος, ότι ο πραγματικός εκφασισμός της κοινωνίας, δεν θα έρθει με μπλούζες ακροδεξιών συγκροτημάτων που παίζουν μέταλ μουσική. Αντιθέτως, αν έρθει, θα έρθει από ευυπόληπτους κυρίους τη διπλανής πόρτας που με μια σιγουριά στον τόνο της φωνής τους και με ένα κλισέ και αντιαισθητικό ντύσιμο θα προσφέρουν μιαν ανοιχτή αγκαλιά δήθεν προστασίας. Οι ρατσιστικές θέσεις του 21ου αιώνα δεν θα έρθουν από κάποιον που παραδέχεται ότι είναι ρατσιστής αλλά από εκείνον που θα απαρνιέται ότι είναι, στην αρχή μιας ρατσιστικής επιχειρηματολογίας που θα εκφράσει. Ο σεξιστής του 21ου αιώνα, θα “τιμά” ,με τα λόγια, τους αγώνες μιας άσχημης γυναίκας στο φεμινιστικό κίνημα, πριν φερθεί απαξιωτικά σε μια άλλη όμορφη κοπέλα που έχει διαφορετική άποψη από εκείνον. Θα τονίζει ότι δεν έχει πρόβλημα με το τι κάνει ο καθένας στο κρεβάτι του, πριν απορρίψει κάποιον ομοφυλόφιλο εντέλει γι’αυτά που κάνει στο κρεβάτι του.
                       Απαραίτητη προϋπόθεση για να πετύχει, θα είναι ο ήρεμος τόνος στην ομιλία και η διεκδίκηση της ταυτότητας του ειδικού που θα έρθει με λέξεις γλωσσικού κύρους και ας είναι το περιεχόμενο των επιχειρημάτων γεμάτο σαχλαμάρες. Η “μετριοπάθεια” και η καταδίκη των άκρων, θα φέρουν τις νέου τύπου ακραίες πολιτικές επιλογές. Η μετακίνηση ακροδεξιών σε πιο φιλελεύθερους πολιτικούς σχηματισμούς(Βελόπουλος, Γεωργιάδης, Πλεύρης και κυρίως Βορίδης), δεν σημαίνει μόνο ότι εκείνοι απέκτησαν με τον καιρό μια πιο ελαστική πολιτική ιδεολογία. Μπορεί κάλλιστα να σημαίνει επίσης ότι οι νέοι πολιτικοί τους φορείς έκαναν ένα βήμα προς την άκρα δεξιά. Η Νέα Δημοκρατία (παρ’ότι έχει κάποιες φιλελεύθερες δυνάμεις) με την σημερινή της μορφή, με την μορφή της λαϊκής-υπεύθυνης δεξιάς, είναι ο κατάλληλος πολιτικός χώρος για να εκφραστούν αυτές οι νεοφασιστικές απόψεις που ανέφερα προηγουμένως. Δεν είναι τυχαία η έκκληση του προέδρου της κ.Σαμαρά προς τους «οικογενειάρχες» για την αντιμετώπιση της ισοδύναμης με πυρηνικό όλεθρο, κυβέρνησης της αριστεράς.
                        Αρκετά μίλησα όμως. Κλείνοντας, θα ήθελα να παραθέσω ένα πολύ όμορφο απόσπασμα από μια σύγκριση του “1984” με τον “θαυμαστό καινούργιο κόσμο” του Χάξλευ. Λέει, λοιπόν, ο Νιλ Πόστμαν :«Ο Οργουελ προειδοποιούσε ότι κάποια στιγμή θα επιβληθεί ένας έξωθεν αυταρχισμός. Αντιθέτως, για τον Χάξλεϊ δεν χρειάζεται Μεγάλος Αδελφός για να στερηθεί η ανθρωπότητα την αυτονομία, την ωριμότητα και την ιστορική της μνήμη. Εκείνος πίστευε ότι σιγά σιγά οι άνθρωποι θα καταλήξουν να αγαπούν την καταπίεσή τους, να λατρεύουν την τεχνολογία και να αποδομήσουν την ικανότητά τους για σκέψη…Ο Οργουελ φοβόταν ότι θα μας καταστρέψουν αυτά που μισούμε. Ο Χάξλεϊ φοβόταν ότι θα μας καταστρέψουν αυτά που αγαπάμε...».

Τρίτη 1 Μαΐου 2012

"Υπευθυνότητα" αλλα για ποιά σωτηρία;


     Aν παρατηρήσει κάποιος τους λόγους των αντιπροσώπων των λεγόμενων μνημονιακών κομμάτων (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, Δημοκρατική Συμμαχία, Δράση) θα δεί ότι σχεδόν αποκλειστικό επιχείρημα αποτελεί ο ρεαλισμός και η υπευθυνότητα των πολιτικών που πρόκειται να ακολουθήσουν μετά τις εκλογές. Αυτόν τον “ρεαλισμό”, προσπαθούν να τον εκμεταλλευτούν περαιτέρω με μια ηθελημένα αλαζονική στάση απέναντι στα κόμματα του αντί-μνημονίου, μια στάση που προσπαθεί να δημιουργήσει γι’αυτούς την εικόνα του έμπειρου απ΄την ζωή δασκάλου που θα νουθετήσει το νεαρό και ονειροπόλο μαθητή που δεν ξέρει πού πατάει και πού βρίσκεται. Η τακτική αυτή –το τελευταίο καταφύγιο των κομμάτων αυτών- δείχνει να είναι αρκετά αποτελεσματική και να κρατάει σε κάποιο σεβαστό επίπεδο τα ποσοστά του δικομματισμού. Είναι επαρκής η στάση των “μη-ρεαλιστών” απέναντι σε αυτή την επίθεση;
      Κατά τη γνώμη μου, είναι εντελώς σπασμωδική και ανοργάνωτη και γι’αυτό η στολή του σωτήρα δεν μοιάζει εντελώς γελοία σε εκείνους που δημιούργησαν το χάος. Η αριστερά κατάφερε να αρθρώσει έναν λόγο που μπορεί να περάσει ως εναλλακτική κυβερνητική επιλογή και όχι μόνο ως λόγος διαμαρτυρίας. Ένα αρκετά ισχυρό ρεύμα έχει στραφεί προς αυτήν και είναι έτοιμη να συγκεντρώσει (αθροιστικά πάντα) ένα απ’τα μεγαλύτερα –αν όχι το μεγαλύτερο-ποσοστό της ιστορίας της. Ωστόσο, μια τέτοια στρατηγική μπορεί να οδηγήσει σε μια αντιπολίτευση από ισχυρότερη κοινοβουλευτική βάση αλλά σε τίποτα παραπάνω. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η αδυναμία για το βήμα παραπάνω οφείλεται στο γεγονός οτι ενώ συγκεκριμένα έδωσε αυτή την αρκετά πειστική εναλλακτική κυβερνητική πρόταση, δεν κατόρθωσε προηγουμένως και γενικότερα να δώσει την εντύπωση ότι είναι δυνατή η ύπαρξη εναλλακτικής πολιτικής ,όποια και αν είναι αυτή. Έδωσε δηλαδή ένα γενικότερο πλαίσιο το οποίο συσπείρωσε εν μέρει το αντι-μνημονιακό μέτωπο, αλλά δεν μπόρεσε να πείσει μέρος εκείνων των σκεπτικών που διαφωνούν με τις πολιτικές του Μνημονίου αλλα που φοβούνται να κάνουν το βήμα προς την άλλη πλευρά λόγω φόβου για την απόλυτη καταστροφή σε περίπτωση αποτυχίας.
        Αυτό συνέβη γιατί η αριστερά ποτέ δεν μπήκε στα πιο βαθιά μέρη του ζητήματος. Ποτέ δεν κατάφερε να απαντήσει στην προσπάθεια “αποιδεολογικοποίησης” που γίνεται απ’την αντίπερα όχθη. Το Μνημόνιο δεν έχει ενταχθεί στα πλαίσια μιας γενικότερης νεοφιλελεύθερης πολιτικής που κατασκευάστηκε από συγκεκριμένους ανθρώπους σε μια συγκεκριμένη φάση της πορείας της ΕΕ. Το Μνημόνιο είναι κάτι που έπεσε απ’τον ουρανό και πρέπει με διάφορες τελετές είτε να το εξευμενίσουμε είτε να το αποτάξουμε. Κέντρο της κριτικής γίνεται το όργανο μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας και όχι η ίδια η ιδεολογία. Αυτό ,όχι μόνο επιτρέπει το τσουβάλιασμα όλων των αντιφρονούντων κάτω απ’τον γενικό τίτλο “οι ανεύθυνες δυνάμεις”, αλλά δίνει την εντύπωση στο μέσο ψηφοφόρο ότι το Μνημόνιο είναι μια λύση που σίγουρα θα μας εξαντλήσει αλλά στο τέλος θα μας σώσει από το απόλυτο χάος. Ωστόσο, ο μηχανισμός αυτός σωτηρίας, είναι μια υπόθεση εργασίας που φτιάχτηκε από οικονομολόγους και πολιτικούς και που αντικατοπτρίζει συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία αλλά και που στοχεύει σε μια “σωτηρία” που υπαγορεύεται απ’αυτήν την ιδεολογία και που ούτε καν είναι σίγουρο ότι θα την πετύχει. Τη στιγμή αυτή στα τηλεοπτικά πάνελ, η σωτηρία γίνεται μια αντικειμενική αφηρημένη έννοια λες και πρόκειται για κάποια πολύ σοβαρή χειρουργική επέμβαση της οποίας το αποτέλεσμα θα σώσει ή όχι τον ασθενή και όχι για μια κατασκευασμένη ιδεολογικά έννοια. Αυτή η θεώρηση των πραγμάτων οδήγησε στην επιλογή τεχνοκρατών που θα κατάφερναν όσα δεν κατάφεραν οι εξαρτημένοι απ'το εκλογικό σώμα πολιτικοί, επιλογή που δεν δείχνει να έχει σοβαρά αποτελέσματα.
      Θα συνέφερε, λοιπόν, πολύ περισσότερο την αριστερά αν τα πολιτικά στρατόπεδα δεν ήταν απ’την μία το “Μνημόνιο” και απ’την άλλη το “αντι-Μνημόνιο” αλλά αν ήταν χωρισμένα σε αυτούς που θα διαπραγματευτούν με οικονομικούς όρους με τους δανειστές και σε αυτούς που θα ανοίξουν μια συζήτηση σε εντελώς διαφορετική βάση, μια πολιτική διαπραγμάτευση. Θα συνεισέφερε, επίσης το να γίνει λόγος, όχι μόνο για το πώς θα έλθει η σωτηρία αλλά και για το ποια θα είναι η ίδια η φύση της (καθόλου σίγουρης) σωτηρίας αυτής. Μόνο όταν βγει το Μνημόνιο από το κεντρικό κάδρο και μπουν σε αυτό οι ακραίες νεοφιλεύθερες πολιτικές λιτότητας που έχει εσχάτως υιοθετήσει η ΕΕ, θα καταφέρει να μπει το θέμα σε μια συζήτηση ανώτερη του καφενειακού λόγου. Οι συνθήκες που είναι σχεδόν δεδομένο οτι θα αλλάξουν στην Ευρώπη, ευνόουν μια τέτοια προσπάθεια μετατόπισης του προβληματισμού για την κρίση. Μόνο αν επιτευχθεί αυτή η μετατόπιση, θα ακουστούν λιγότερο υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις εκείνες που υποστηρίζουν ότι μια ενδεχόμενη απόλυση 150.000 Ελλήνων δημοσίων υπαλλήλων θα βγάλει ολόκληρο τον δυτικό κόσμο απ΄την δομική κρίση ταυτότητας που περνάει. Ας σταματήσουμε λοιπόν να ανακρίνουμε το όπλο και ας προχωρήσουμε στην αναζήτηση του ποιος τράβηξε τη σκανδάλη.