Αρχιλοχος

Ἀσπίδι µὲν Σαΐων τις ἀγάλλεται....ατν δ'κ µ'σωσα·τί µοι µέλει ἀσπὶς ἐκείνη; Ἐρρέτω· ἐξαῦτις κτήσοµαι οὐ κακίω---Μεταφραση:Οσο για την ασπιδα,καποιος Σαιος θα την απολαμβανει....αφου εσωσα τον εαυτο μου,με την ασπιδα θα ασχολουμαι?Παιρνω αργοτερα μιαν ιδια και καλυτερη

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ


        Από το παράθυρο άρχισαν να περνούν οι τελευταίες αχτίδες της φθινοπωρινής ημέρας. Ο πατήρ Σάββας, είχε καταλάβει ότι τα γενέθλια που είχε γιορτάσει πριν από 12 μήνες παρά μια βδομάδα, θα ήταν τα τελευταία του. Είχε αρχίσει μάλιστα να υποψιάζεται ότι αυτές θα ήταν και οι τελευταίες αχτίδες φωτός που θα έβλεπε στην ενενηντατριάχρονη ζωή του.
         Είχε γεννηθεί τον Νοέμβριο του 1918 και από μικρός είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με το Θεό. Στα 21 του χειροτονήθηκε και έκτοτε υπηρέτησε την Εκκλησία όντας παράδειγμα προς μίμηση για κάθε νέο και γηραιότερο κληρικό. Ήταν, μάλιστα, τόσο δημοφιλής που άρχισαν να του αποδίδονται από το ποίμνιο του και υπερφυσικές ικανότητες όπως η πρόβλεψη του μέλλοντος ή η συνομιλία με απεσταλμένους του Θεού και η υπέρ το φυσιολογικό κατανόηση των όσων γίνονταν γύρω του. Δεν ήταν  λίγοι, μάλιστα και οι ορθολογιστές που είχαν εντυπωσιαστεί από τις ικανότητές του και που,χωρίς δεύτερη σκέψη ασπάστηκαν τον χριστιανισμό. Ο ίδιος ταξίδεψε ως ιεραπόστολος σε πολλές περιοχές του Τρίτου Κόσμου και έσωσε ολόκληρα χωριά με τις προβλέψεις του, όταν αυτά ,για παράδειγμα, αποτελούσαν πεδία μάχης ή έπρόκειτο να χτυπηθούν απο κάποια φυσική καταστροφή.
         Η περιπετειώδης ζωή αυτού του ανθρώπου, έμελλε να τελειώσει μέσα σε ένα φτωχικό και μίζερο ημιυπόγειο  και πλάι σε μια ομάδα τεσσάρων νεαρών που είχαν βρεθεί σχεδόν τυχαία σε εκείνο το μέρος. Ο πατήρ Σάββας τους είδε να περνούν απ’έξω και τους φώναξε για να τον βοηθήσουν μέσω της ανοιχτής πόρτας του δωματίου. Οι νεαροί πάντα πρόθυμοι καθώς ήταν, μπήκαν αμέσως στο δωμάτιο του μισοζαλισμένου γέροντα που βαριανάσαινε, έτοιμος να εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Με μια φωνή που θαρρείς πως παρέκαμπτε τις φωνητικές χορδές και ερχόταν κατευθείαν από τα σπλάχνα ,είπε “Εσείς πρέπει να είστε ο Αντρέας, ο Ιωσήφ, ο Μάριος και  ο Θανάσης” και γύριζε κουρασμένα τα μάτια του μετά από την αναγγελία του κάθε ονόματος. Οι τέσσερις τους, έκπληκτοι κοίταξαν ο ένας τον άλλο έχοντας μείνει άφωνοι, καθώς ήταν σίγουροι ότι δεν είχαν ξαναδεί αυτόν τον άνθρωπο. O Αντρέας έσπασε την ησυχία νεκροταφείου που επικρατούσε στο δωμάτιο. “Πως ξέρετε τα ονόματά μας;” αναρωτήθηκε. Ο πατήρ δεν απάντησε καν στην ερώτηση του, αντιθέτως απλώνοντας το τρεμάμενο χέρι του ,του έδωσε ένα φάκελο λέγοντας “Πάρτε αυτό! Ο Θεός έρχεται να με πάρει γι’αυτό δεν έχω χρόνο για ερωτήσεις. Μέσα σε αυτόν τον φάκελο θα βρείτε έναν μυστικό χάρτη. Θα ακολουθήσετε την πορεία που έχει σχεδιαστεί επάνω στον χάρτη και όταν φτάσετε στον τελικό προορισμό θα βρείτε την μεγάλη αλήθεια. Δεν γράφει οδούς αλλά ακολουθείστε τις οδηγίες από τη στιγμή ακριβώς που θα βγείτε από το σπίτι. Θα γίνετε οι πρώτοι που θα μάθετε τον λόγο για τον οποίο υποφέρει η Ελλάδα και μαζί της, ολόκληρη η Γη τόσα και τόσα χρόνια. Πάρτε το και αρχίστε αμέσως την αναζήτηση. Αυτό ήταν το δώρο του Θεού προς εμένα για την μακρόχρονη και ενάρετη…» ένας βίαιος βήχας διέκοψε τα λεγόμενα του και τράνταξε τα σωθικά του. Μετά από λίγο σταμάτησε να βήχει. Ήταν νεκρός.
          Οι τέσσερις νέοι αμέσως μόλις βγήκαν από το δωμάτιο και αφού κάλεσαν ασθενοφόρο για να παραλάβει το πτώμα, βάλθηκαν να ακολουθήσουν τα σημεία του χάρτη κάνοντας και κάποιου τύπου προβλέψεις και βλέποντας το όλο θέμα σαν ένα διασκεδαστικό παιχνίδι. Ο Αντρέας ο πιο συνομωσιολόγος της παρέας θεωρούσε ότι ο χάρτης θα τους βγάλει σε κάποιο μυστικό δωμάτιο μιας μασονικής στοάς ή στο κέντρο παγκόσμιου ελέγχου των Νεφελίμ. Ο Ιωσήφ ήταν πολύ θρησκευόμενος και πίστευε ότι  ο χάρτης θα οδηγούσε στο σπίτι του 28χρονου Εωσφόρου(ναι αυτού που είχε γεννηθεί το 1983) και είχε πάρει μαζί του ένα σπαθί και πολλά σκόρδα για ώρα ανάγκης. Ο Μάριος, κοροϊδευε τους άλλους δύο αλλά όντας κάπως επιφανειακός στην κριτική του, θεωρούσε ότι το μυστικό σημείο στον χάρτη ήταν το Κοινοβούλιο και ότι όλα τα κακά της πατρίδας, προέρχονταν από τους θαμώνες του. Τέλος, ο Θανάσης, ήταν ο πιο “ψαγμένος” της παρέας και κοιτώντας υποτιμητικά τα άλλα τρία μέλη της παρέας, μιλούσε περί συμβολισμών και έδινε πιο πολλές πιθανότητες στο να είναι η Τράπεζα της Ελλάδος ή οποιαδήποτε άλλη τράπεζα το σημείο-σύμβολο του χάρτη.
    Οι δρόμος τους οδηγούσε προς το κέντρο της Αθήνας, σε τόπους όμως που δεν απέκλειαν κάποιο από τα όσα προέβλεψαν οι τέσσερις νέοι, με αποτέλεσμα η μάχη να φουντώνει. Λίγες στιγμές αργότερα, ωστόσο, έστριβαν προς τα στενάκια της Πλάκας που για κάποιον ανεξήγητο λόγο είχαν αρκετό κόσμο δεδομένης της περασμένης ώρας. Οι πρώτες αμφιβολίες για την εγκυρότητα του χάρτη είχαν αρχίσει να φυτρώνουν στο μυαλό τους. Πρώτα στον Θανάση και μετά στους υπόλοιπους. Τίποτα από όσα υπήρχαν στην τουριστική Πλάκα δεν φαινόταν ότι μπορούσε να αποτελεί αιτία για όλα τα δεινά που περιέγραψε ο γέροντας. Μόνο ο Αντρέας συνέχιζε να έχει πιστεύει τον χάρτη, θεωρώντας ότι οι μασόνοι είχαν το κέντρο της παγκόσμιας διοίκησης κάτω από την Ακρόπολη, ίσως για λόγους κύρους. Ο Ιωσήφ δεν άργησε να πειστεί από τον Αντρέα αλλα και ο Μάριος είχε αρχίσει να γίνεται σκεπτικός. Τα πράγματα πήραν άλλη τροπή όταν έφτασαν στο τελικό σημείο του χάρτη, στο τελευταίο σπίτι της Πλάκας λίγο πριν ξεκινήσουν τα βράχια της Ακρόπολης. 
     Οι 4 τους στάθηκαν με ένα δισταγμό και συνάμα με έναν ενθουσιασμό μπροστά απο την πόρτα του χαμηλού πέτρινου σπιτιού με την ξύλινη οροφή που ήταν βαλμένο σε ένα πολύ στενό ανηφορικό δρόμο που σου προκαλούσε κλειστοφοβία. Μια σπασμένη ξύλινη καρέκλα δίπλα σε ένα πολύ παλιό τραπέζι και μια σκούπα ακουμπισμένη στο διπλανό ερειπομένο σπίτι ήταν οι μόνο μάρτυρες οτι υπήρξε κάποτε ζωή σε αυτή την έρημη και σκοτεινή γειτονιά. Πρώτος κίνηθηκε προς την πόρτα ο Θανάσης. Την άνοιξε διστακτικά με την άκρη της παλάμης του. Το τρίξιμο που ακούστηκε ήταν ανατριχιαστικό και ήταν σαν να ανάγκασε την λάμπα του δρόμου να κλείσει μόνιμα, σκεπάζοντας την γειτονιά στο απόλυτο σκοτάδι.
       Το δωμάτιο φαινόταν κάπως μεγαλύτερο στο εσωτερικό του και μύριζε μούχλα και σαπίλα. Ευθεία μπροστά του ήταν οι φιγούρες τεσσάρων αντρών και μιας γυναίκας οι οποίες ήταν πλάτη προς αυτόν και στέκονταν απόλυτα και τρομακτικά ακίνητες μέσα σε έναν κιτρινωπό απόκοσμο φωτισμό που της ξεχώριζε απο το σκοτάδι του υπόλοιπου δωματίου. Ο Αντρέας, προσπέρασε τον Θανάση και γεμάτος χαρά που θα ανακάλυπτε επιτέλους το συμβούλιο των μασόνων έτρεξε και ακούμπησε μια από τις ακίνητες φιγούρες στον ώμο. Ξαφνικά τα φώτα έγιναν δυνατότερα, ένα μπουζούκι άρχισε να παίζει. Ο ίδιος πετάχτηκε πίσω έχοντας ένα ύφος συνάμα τρομοκρατημένο και έκπληκτο, σαν να μην μπορούσε να πιστέψει οτι βρήκε το θάρρος να κάνει μια τόσο παρορμητική κίνηση. Λίγες στιγμές αργότερα, μια κουρτίνα που είχαν μπροστά τους οι φιγούρες και την οποία δεν είχαν καθόλου παρατηρήσει άνοιγε αφήνοντας να περάσουν ήχοι και χειροκροτήματα που έμοιαζαν σαν να ήταν απο γλέντι. Πίσω από την κουρτίνα εμφανίστηκαν φάτσα προς τις φιγούρες και την παρέα εξήντα-εβδομήντα άνθρωποι η πλειοψηφία των οποίων ήταν ντυμένη με ανοιχτά πουκάμισα, σακάκια στον ώμο και παντελόνι καμπάνα. Ανάμεσα τους κάποιες γυναίκες με μακριές φούστες  και περίεργα μαλλιά και μεγάλα σκουλαρίκια . Οι τρομακτικά ακίνητες μορφές, άρχισαν να κινούνται υπό τους ήχους της μουσικής και στη συνέχεια να τραγουδάνε. Οι φωνές ήταν πολύ γνωστές. Το “συμβούλιο” δεν αποτελούνταν τελικά από μασόνους, ούτε απο Νεφελίμ ούτε απο μεγαλοτραπεζίτες, αλλά κατά σειρά από τον Πάριο, τον Νταλάρα, την Αλεξίου, τον Λάκη Παπά και τον Κώστα Χατζή.  “Τι σχέση έχει αυτό εδώ με αυτά που μας έλεγε ο παπά-Σάββας;” αναρωτήθηκε με δόση ειρωνείας ο Ιωσήφ. Όπως γίνεται συχνά, η ειρωνεία βοήθησε και τους άλλους τρείς να ξεφύγουν απο την έκπληξη και απο τις σκέψεις στις οποίες ήταν βυθισμένοι μέτα απο όλα όσα είχαν ζήσει το απόγευμα εκείνο και να επαναφέρουν το μυαλό τους στην πραγματικότητα. 
     Καταπίαστηκαν με την μελέτη του χάρτη και αφού σιγουρεύτηκαν δύο και τρείς φορές ότι δεν έκαναν λάθος στην ανάγνωση του ετοιμάστηκαν να αναχωρήσουν για τα σπίτια τους. Ο Μάριος ήταν έτοιμος να ανοίξει την πόρτα για να φύγουν όταν ξαφνικά πετάχτηκε ένας αδύνατος και κοντός άντρας με μια χωρίστρα που ήταν τόσο πολύ απαρατήρητη που γινόταν το κύριο χαρακτηριστικό του. Με μια σιγανή φωνή και ένα φιλόξενο ή (για όσους διαβάζουν θρίλερ) τρομακτικό χαμόγελο είπε “Που πάτε; Ακόμα δεν αρχίσαμε και θα φύγετε; Είναι λίγο βαρετό το πρόγραμμα για νέα παιδιά σας εσάς, αλλά μην ανησυχείτε! Θα αλλάξει το σχήμα. Σε λίγο θα βγει ο Καρράς, η Βίσση, ο Χατζηγιάννης, ο Τερζής και θα μείνει και ο Νταλάρας. Ελάτε να σας κεράσω μια ρετσίνα.” Τα παιδιά και πάλι έρμαια της έμφυτης ευγένειας τους,προχώρησαν και πάλι προς τα μέσα...
       Το τι συνέβη μετά, κανείς ποτέ δεν θα το μάθει. Τα ίχνη τους χάνονται για πάντα. Οι γονείς τους πέθαναν χωρίς να τους ξαναδούν και η εξαφάνιση τους έγινε ένας κάποιου τύπου αστικός μύθος. Μια αναφορά έγινε μετά για έναν απο αυτούς. Η αδερφή του Θανάση, λίγο πριν κλειστεί στο τρελοκομείο, ούρλιαζε μέρα-νύχτα οτι είχε δει στους δρόμους του Θησείου κάποιον που ορκιζόταν ότι ήταν αδερφός της. Στις μετ’έπειτα περιγραφές της έκανε λόγο για έναν μεσήλικα με μεγάλη κοιλιά η οποία τονιζόταν από το λευκό και ιδιαίτερα στενό πουκάμισό που φορούσε και που, σύμφωνα με τα λεγόμενα της, ήταν ίδιο με εκείνο που φορούσε ο Θανάσης την ημέρα της εξαφάνισης. …

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου