Αρχιλοχος

Ἀσπίδι µὲν Σαΐων τις ἀγάλλεται....ατν δ'κ µ'σωσα·τί µοι µέλει ἀσπὶς ἐκείνη; Ἐρρέτω· ἐξαῦτις κτήσοµαι οὐ κακίω---Μεταφραση:Οσο για την ασπιδα,καποιος Σαιος θα την απολαμβανει....αφου εσωσα τον εαυτο μου,με την ασπιδα θα ασχολουμαι?Παιρνω αργοτερα μιαν ιδια και καλυτερη

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Ζώντας τον εφιάλτη.


     Ήταν περασμένα μεσάνυχτα ενός παγωμένου χειμωνιάτικου βραδιού. Ο Ουρανός ήταν ξάστερος και ούτε ένα σύννεφο δεν χάλαγε την αρμονία των χρωμάτων του. Το προηγούμενο διήμερο έβρεχε συνεχώς οπότε υπήρχε πολλή λάσπη που διακόπτονταν από μικρές λακούβες νερού στις οποίες καθρεπτιζόταν το φώς του φεγγαριού φιλτραρισμένο μέσα απ΄τη σκιά άπειρων πευκοβελόνων. Η ομίχλη ,παρά την υγρασία, δεν ήταν ιδιαίτερα πυκνή και απλά εμπόδιζε τη ευκρίνεια του σχήματος των δέντρων που βρίσκονταν σε πιο μακρινή απόσταση. Που και πού κάποια πουλιά πετούσαν από το κλαδί του ενός δέντρου στο απέναντι, δίνοντας μια γοητευτική κίνηση μέσα στη στατικότητα.
      Την απόλυτη ησυχία που επικρατούσε στο ξεχασμένο απ’ τους ανθρώπους αυτό μέρος ήρθε να τερματίσει ο ήχος της μηχανής ενός αυτοκινήτου που προσπαθούσε να μαρσάρει πάνω στην γλυστερή λάσπη. Ο ήχος έρχονταν επαναλαμβανόμενα και ήσυχαζε απότομα στο σημείο που έφτανε στη πιο δυνατή του ένταση. Σύντομα η μηχανή έσβησε και στη θέση της ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα της πόρτας. Μια σκιά πέρασε βιαστικά μπροστά απ΄τα φώτα του αυτοκινήτου που είχαν μείνει ανοιχτά. Σύντομα βιαστικά βήματα και μουρμουρητά ήρθαν με τη σειρά τους για να ταράξουν και αυτά την απόλυτη ησυχία της νύχτας. Ο άντρας που είχε βγει από το αυτοκίνητο έτρεχε και έμπαινε στα πιο βαθειά μέρη του δάσους. Σύντομα το τελευταίο ίχνος ανθρώπινου πολιτισμού, το αναμμένο φώς του αυτοκινήτου του, χάθηκε. Τώρα πια ήταν μόνος του, αυτός και η φύση.
     Σταμάτησε για λίγο σε ένα ξέφωτο και κοίταξε γύρω του. Το τοπίο αυτό έμοιαζε πολύ με ‘κείνα που περιγράφονταν στα αγαπημένα του βιβλία τρόμου. Ένα απόκοσμο μαύρο χρώμα που διακόπτονταν απο το απόλυτο σκοτάδι με το οποίο ήταν χρωματισμένες οι κορυφές των δέντρων τον έκανε να χαζέψει για λίγο.Γρήγορα όμως συνήλθε. Έπρεπε να συνέλθει αν ήθελε να έχει μια ελπίδα ότι θα την γλυτώσει. Έπρεπε να τρέξει με όλες του τις δυνάμεις, να φτάσει στο πιο απόμακρο σημείο του δάσους και να μείνει εκεί, κρυμμένος για πάντα από τους υπόλοιπους ανθρώπους.
      Το γεγονός ότι είχε αφήσει το αυτοκίνητο του τον φόβιζε. Αυτοί που  τον κυνηγούσαν θα καταλάβαιναν την κατεύθυνση προς την οποία κινήθηκε και σε αυτή τους την αναζήτηση θα τους βοηθούσαν  τα χνάρια που άφηνε στη λάσπη περπατώντας. Προκειμένου, λοιπόν να τους μπερδέψει, άλλαζε συνεχώς κατεύθυνση σε σημείο που να έχει χάσει παντελώς κάθε αίσθηση του χώρου. Η εικόνα των πανύψηλων δέντρων που στροβιλίζονταν κάτω από τον νυχτερινό ουρανό με κάθε αλλαγή της κατεύθυνσης του, τον τρέλαιναν. Έτσι, αποφάσισε συνεχίσει ευθεία μην έχοντας ιδέα αν η κατεύθυνση που είχε επιλέξει θα τον οδηγούσε και πάλι στην πόλη και στα χέρια αυτών που τον κυνηγούσαν ή μέσα στο απόλυτο σκοτάδι.
     Με σαφώς πιο αποφασιστικό βήμα ( επίθετο παράξενο μιας που απο ώρα δεν ένιωθε πια τα πόδια του από το κρύο) συνέχισε τη διαδρομή του προς τα ενδότερα(;) του δάσους, ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να βρει ένα ασφαλές μέρος τουλάχιστον μέχρι να ξημερώσει. Το ήξερε ότι το πρωί θα ήταν πιο εύκολο να τον δούν, το ήξερε ότι- όσο μεγάλο και αν ήταν το δάσος- κάποια στιγμή θα τον εντόπιζαν, το ήξερε ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καμία ελπίδα να σωθεί. Ωστόσο αυτές οι σκέψεις όχι μόνο δεν τον έκανα να τα παρατήσει αλλά τον πείσμωναν να βάλει ακόμα περισσότερη προσπάθεια προκειμένου να εκπληρώσει τον σκοπό που είχε βάλει, έναν σκοπό που στην πραγματικότητα δεν είχε καμία λογική και που μπορεί να τον οδηγούσε ακόμα πιο γρήγορα στο θάνατο. Ποιος ξέρει; ίσως δεν μπορούσε ούτε καν να φανταστεί τις ώρες που θα καθόταν παραδομένος στον κορμό ενός δέντρου απλά περιμένοντας το τέλος του. Το γεγονός ότι είχε έστω κάτι διαφορετικό στο μυαλό του, έκανε τις τελευταίες του στιγμές κάπως πιο υποφερτές, κάπως πιο ανθρώπινες. Άλλωστε, ο πανικός πριν απο έναν σίγουρο θάνατο σε κάνει να χάνεις τον εαυτό σου, σε οδήγει πιο γρήγορα στο τέλος της ύπαρξης σου.
      Είχαν περάσει ώρες που προχωρούσε και προχωρούσε όντας πάντα προσηλωμένος στο στόχο που ο ίδιος είχε βάλει. Οι δυνάμεις του όμως τον εγκατέλειψαν και τον έκαναν να πέσει λιπόθυμος με τα μούτρα στη λάσπη. Όταν σηκώθηκε άκουσε το γλυκό κελάιδισμα ενός πουλιού. Σήκωσε τα μάτια του και βεβαιώθηκε ότι είχε πια ξημερώσει. Βέβαια ήταν ακόμα πολύ νωρίς ώστε το φώς του ήλιου ήταν ελάχιστα πιο δυνατό από το φεγγαρόφωτο. Τα δέντρα τώρα είχαν αποκτήσει χρώμα, το οποίο σε συνδυασμό με την πρωινή αχλή, μετέτρεπε το προηγούμενο φρικιαστικό τοπίο σε κάτι το μαγικό, το εξωπραγματικό.
      Αφού σηκώθηκε με δυσκολία κοίταξε μπροστά του και είδε βήματα στραμμένα προς τον ίδιο, βήματα που ήξερε ότι έρχονταν από τα δικά του παπούτσια. Είχε περάσει το βράδυ απο το ίδιο μέρος. Κατάλαβε ότι είχε πάρει λάθος δρόμο και ότι κινούνταν προς τους κυνηγούς του. Γονάτισε και πάλι εκεί όπου πριν από λίγο τον είχε πάρει ο ύπνος και είδε μια ομάδα από 50-60 οπλισμένους ανθρώπους να κατευθύνονται προς την πλευρά του κατεβαίνοντας προσεκτικά απο τον γεμάτο πεσμένα φύλλα λόφο. Κάποιοι είχαν αναμμένους φακούς ξεχασμένους απο το βράδυ, μερικοί είχαν πριόνια, άλλοι καρφιά και οι περισσότεροι καραμπίνες. Η ανθρωποθυσία είχε καθυστερήσει και η χθόνια θεότητα δεν θα αργούσε να σπείρει και νέες καταστροφές στους αμαρτωλούς πολίτες της μικρής αυτής πόλης. Ο μάντης λίγο πριν πεθάνει είχε δηλώσει ρητά οτι όποιος θα έφτανε πρώτος στην ηλικία των 30 θα έπρεπε να θυσιαστεί.  Και μάλιστα ήταν σίγουρος οτι όσο πιο πολύ θα υπέφερε αυτός τόσο περισσότερο θα εξαγνίζονταν οι υπόλοιποι. Ο γιατρός ήταν νέος στην πόλη και δεν ήξερε πολλά για τις συνήθειες του μέρους οπου τον διόρισαν. Περνούσε μόνος του τα πιο καταθλιπτικά γενέθλια της ζωής του όταν ένα ανώνυμο τηλεφώνημα του γνωστοποίησε όσα επρόκειτο να πάθει.
      Δίχως να κοιτάξει πίσω του, άρχισε να τρέχει με όλες του τις δυνάμεις για να σωθεί. Τώρα πια καταλάβαινε πόσο ανοήτος υπήρξε αυτές τις λίγες ώρες. Κοίταξε για λίγο τους δύο ανθρώπους με τα γουρλωμένα μάτια που πλησίαζαν κρατώντας πριόνια, στην συνέχεια σήκωσε τα μάτια του ψηλά για να θαυμάσει τον εκπληκτικό έργο της φύσης και αφήνοντας με ανακούφιση τα μάτια του να κλείσουν. Τουλάχιστον η αναμονή δεν ήταν πολύ μεγάλη… 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου